Και πριν με περάσετε για παρανοϊκό, το ερώτημα δεν είναι δικό μου, ανήκει στον κ. Πάμπλο Τριανά, καθηγητή Οικονομικών της σχολής ESADE στην Βαρκελώνη.
Ο κ. Τριανά έκανε μια μελέτη με πραγματικά ιστορικά στοιχεία και κατέληξε ότι το επιτόκιο των δανείων που έχουν δοθεί στην Ελλάδα από το 2010 μέχρι το 2016, περίπου 200 δις € σε σύνολο, είναι αρνητικό και συγκεκριμένα -0,28%.
Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει λάβει τόκους αξίας -0,28% από τα δάνεια που έχει λάβει, το οποίο σημαίνει όφελος περίπου 0,56 δις ή 560 εκ. €.
Για εμάς που ζούμε στην χώρα και βλέπουμε και ακούμε την οικονομία να καταρέει γύρω μας κάθε μέρα, αυτό το αποτέλεσμα φαίνεται τουλάχιστον αστείο, ώς και προκλητικό. Και είναι, ωστόσο ας δούμε το οικονομικό σκεπτικό του κ. Καθηγητή.
Αν υπολογίζει κανείς όλα τα πακέτα βοήθειας που έχει λάβει η Ελλάδα μέχρι το 2016, ο μέσος όρος επιτοκίου είναι περίπου 0,5%. Αν επιπλέον υπολογίσουμε και την αγορά Ελληνικών Ομολόγων από την Ε.Κ.Τ. και άλλους φορείς, το επιτόκιο πέφτει στο 0,23%. Προφανώς, για την κατάσταση που βρίσκεται η χώρα μας, αυτό το επιτόκιο είναι όχι μόνο καλό, φτάνει στα όρια του σκανδαλωδώς χαριστικού, εφόσον βέβαια δεν υπολογίσει κανείς τα επαχθή οικονομικά μέτρα και τους όρους που έχουν ουσιαστικά πιάσει την οικονομία μας από το λαιμό και δεν την αφήνουν να ανασάνει.
Ωστόσο ο κ. Τριανά πηγαίνει ένα σκαλί παραπάνω το σκεπτικό του και υπολογίζει ότι η Ελλάδα έχει καταβάλει τους τόκους που της αναλογούν για τα δάνεια που έχει πάρει όχι από «δικά της» χρήματα, αλλά από χρήματα των δανειστών. Κατά συνέπεια ο κ. Τριανά υπολογίζει ότι με βάση τους τόκους που η Ελλάδα έχει πληρώσει μέχρι σήμερα, οι οποίοι έχουν προέλθει από δανεικά, η χώρα έχει όφελος της τάξης τους 0,28% από τόκους που έχει καταβάλει με χρήματα άλλων.
Αν το δούμε καθαρά μαθηματικά, η ανάλυση του κ. Τριανά ισχύει και τα νούμερα είναι σωστά. Τελικά έχει δίκιο; Όντως η Ελλάδα έχει τόσο μεγάλο όφελος από την κρίση;
Όχι δεν έχει δίκιο. Αφενός μεν επειδή ο κ. Τριανά στα μαθηματικά του έχει ξεχάσει την συρίκνωση της Ελληνικής Οικονομίας, που είναι πολύ μεγαλύτερη από τα 560 εκ € που σύμφωνα με τους υπολογισμούς του έχουμε ωφεληθεί. Αφετέρου επειδή ο κ. Τριανά ξεχνάει ότι ναι μεν οι τόκοι πληρώθηκαν με δανεικά, αλλά τα δανεικά αυτά είναι συνδεδεμένα με ένα σωρό μέτρων με τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία και στους Έλληνες. Άλλωστε τα δανεικά αυτά θα επιστραφούν και με τόκο…. σχετικά χαμηλό βέβαια.
Ωστόσο το μεγαλύτερο λάθος, ή μάλλον παράλειψη, του κ. Τριανά είναι κάτι πολύ εύκολο να ξεχαστεί. Τα χρέη της Ελλάδας δεν ξεκινήσανε το 2010. Η Ελλάδα πληρώνει τόκους και μάλιστα με επιτόκια σημαντικά μεγαλύτερα από 1 και 0,5%, για πολλά χρόνια τώρα. Αυτά τα μακροπρόθεσμα χρέη είναι που έχουν τώρα αντικατασταθεί με τα δάνεια για τη στήριξη της χώρας από την Ευρώπη.
Για την ιστορία να πούμε, ότι αν το επιτόκιο δανεισμού της χώρας ήταν μόνιμα 1%, που φυσικά δεν ήταν, η Ελλάδα θα είχε καταβάλει σε τόκους περίπου 20 δις € από το 1975 μέχρι το 2009. Οι τόκοι που θα αντιστοιχούσαν στον δανεισμό από το 2009 μέχρι σήμερα, πάντα με 1% επιτόκιο, θα ήταν περίπου 24 δις €.
Τελικά που καταλήγουμε; Αν δούμε μόνο τα χαρτιά και τα νούμερα (όπως οι κύριοι δίπλα) και την περίοδο 2010 με 2016, οι υπολογισμοί του κ. Τριανά είναι μαθηματικά σωστοί. Ωστόσο οι παράγοντες που αφήνει απέξω, όπως το κόστος των μέτρων που επιβλήθηκαν για να δοθούν τα χρήματα που επικαλείται και το γεγονός ότι τα χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την καταβολή των τόκων είναι μεν δανεικά, δεν θα είναι και αγύριστα όμως, ουσιαστικά κάνουν τα συμπεράσματά του χονδροειδώς λανθασμένα.
Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα έχει πετύχει από το 2009 μέχρι σήμερα πολύ καλούς χρηματο-οικονομικούς (και μόνο γιατί αν το πάμε δημοσιονομικά… ακόμα κλαίμε) όρους για τον δανεισμό της, όρους που μερικές φορές δεν τους άξιζε. Ωστόσο το να πει κανείς ότι οι όροι αυτοί έχουν ωφελήσει την Ελλάδα και την οικονομία της είναι σκανδαλώδες λάθος. Εκτός φυσικά και αν θεωρεί ότι μια παραπάνω από 25% μείωση του ΑΕΠ από το 2009 μέχρι το 2014, είναι μηδαμινή μπροστά στα ωφέλη (;) που αποκόμισε η Ελλάδα από την «προνομιακή» (;;) μεταχείρισή της.
Mάμαλης Νάσος, Οικονομολόγος