«Οι βρικόλακες μας στοίχειωσαν…»

                Καλύτερα να δίνεις παράσταση μπροστά σε άδειες καρέκλες,  παρά μπροστά σε άδεια πρόσωπα.

Alec Guinness

Η πιο πρόσφατη παράσταση που κλήθηκα να παρακολουθήσω με απογοήτευσε σε μεγάλο βαθμό. Δεν κατάφερε να με συγκινήσει ή έστω να τραβήξει το ενδιαφέρον των θεατών, οι οποίοι από την αρχή της παράστασης άρχισαν να κουράζονται και να επιθυμούν να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται το έργο. Οι «Βρικόλακες» του Ερρίκου Ίψεν θεωρείται από τα πιο συναισθηματικά βαριά έργα, με σημαντικά νοήματα για το παρελθόν και πώς αυτό μας επηρεάζει στο τώρα. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς, όμως, δεν κατάφερε να αποδώσει αυτά τα νοήματα και άφησε τους θεατές με μια μονότονη διάθεση και με μια αδιόρατη κούραση.

Η σκηνή εξαρχής σε προϊδεάζει για κάτι το διαφορετικό και πιο μοντέρνο, καθώς είναι γεμάτη περιμετρικά από μεταλλικές κατασκευές, οι οποίες θυμίζουν έντονα προθήκες μουσείου με τα προσωπικά αντικείμενα των ηρώων να καταλαμβάνουν περίοπτη θέση μέσα σε αυτές. Στη γεωμετρικότητα του χώρου υπακούν και οι στυλιζαρισμένες κινήσεις των ηθοποιών, οι οποίοι κινούνται σε ευθείες γραμμές ή γωνίες, όταν διασχίζουν τους διαδρόμους ή όταν διαγράφουν κύκλους, δίνοντας μια αίσθηση μηχανικότητας και μεθοδικότητας. Θέλοντας να δείξει ο σκηνοθέτης ότι οι ζωές τους ήταν πάντοτε προκαθορισμένες και προδιαγεγραμμένες από την κοινωνία και το καθήκον, κουράζει το θεατή με αυτές τις μηχανικές κινήσεις και δημιουργεί την εντύπωση ότι οι ηθοποιοί είναι μαριονέτες και όχι άνθρωποι με αισθήματα και φόβους.

Όταν ο άντρας της κ. Άλβινγκ έχει πλέον πεθάνει, εκείνη χτίζει ένα ορφανοτροφείο για να τιμήσει τη μνήμη και το όνομά του. Έχοντας αποκρύψει από όλους την αλήθεια για την συμπεριφορά του ανδρός της, ζει πλέον μόνη της στο απομονωμένο σπίτι παρέα με τους “βρικόλακες” του παρελθόντος της. Συντροφιά και φροντίδα τής παρέχει η ψυχοκόρη της Ρεγγίνα, η οποία έχει και αυτή καταπιεσμένα όνειρα να ξεφύγει από τον τωρινό τρόπο ζωής της. Λίγο πριν τα εγκαίνια του ορφανοτροφείου επιστρέφει στο σπίτι ο μονάκριβός της γιος ο Όσβαλντ, αποκρύπτοντας από τη μητέρα του την ψυχική του κατάσταση, ενώ προσπαθεί να θυμηθεί τον πατέρα του και να νιώσει μετά από καιρό την παρουσία του. Σημαντική κινητήριος δύναμη, για να ξετυλιχτεί ο μίτος της Αριάδνης από τις αναμνήσεις, είναι η παρουσία του πάστορα Μάντερς, ο οποίος πάντοτε προσπαθούσε να καθοδηγήσει την οικογένεια στο “σωστό” δρόμο της ηθικής και του καθήκοντος. Μόλις, η κ. Άλβινγκ του εκμυστηρεύεται τα βιώματα από την οικογενειακή της ζωή, βλέπουμε τα ιδεώδη και τις πεποιθήσεις του πάστορα να γκρεμίζονται σιγά σιγά.

Οι «Βρικόλακες» είναι ένα έργο κλασικό, γιατί εκφράζει διαχρονικές αξίες και επεξεργάζεται διαχρονικά θέματα, όπως την παραμέριση των προσωπικών προσδοκιών, επιθυμιών και συναισθημάτων στο όνομα της ηθικής και του καθήκοντος . Όμως, τίποτα δεν μένει στις σκιά για πάντα. Θα έρθει κάποια στιγμή που οι εσωτερικές επιθυμίες θα αναδυθούν από το σκοτάδι και θα ζητήσουν εξηγήσεις για τη ζωή που πέρασε… Βρικόλακες… Αναμνήσεις, παγιωμένες ιδέες που σε αναγκάζουν να ζεις με ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, κοινωνικές υποχρεώσεις και απαρχαιωμένες συνήθειες… Βρικόλακες… Ένα εξαιρετικό έργο, το οποίο δε χρειάζεται καμία παρέμβαση μοντερνισμού για να καταστεί σύγχρονο. Όπως είπε και η αείμνηστη Κοκό Σανέλ: «Το κλασικό είναι πάντα μοντέρνο».

Δυστυχώς, η διαφορετική, πιο μοντέρνα, σκηνοθετική ματιά του Δημήτρη Καραντζά διάβρωσε το θεατρικό έργο, καθώς απέτυχε να μεταδώσει τη σύγκρουση των ιδεολογικών, κοινωνικών και ψυχολογικών κόσμων, που λαμβάνει χώρα εσωτερικά σε κάθε άνθρωπο. Ο ρόλος των ηθοποιών ήταν απλώς διεκπεραιωτικός. Η Ρένη Πιττακή, ενώ είναι εντυπωσιακή ως κ. Άλβινγκ, δεν κατάφερε να δώσει βάθος στο χαρακτήρα της πληγωμένης γυναίκας. Ο λόγος της είναι πεζός, χωρίς διακυμάνσεις, και αποτυγχάνει να μεταδώσει βιώματα ή προσωπικά συναισθήματα, παρά μόνον στεγνές πληροφορίες. Ο περίφημος μονόλογός της για τους βρικόλακες δεν αγγίζει το θεατή, καθώς η ηρωίδα μένει ασυγκίνητη από την οδυνηρή ανασκαφή του παρελθόντος.

Ο νευρωτικός πάστορας του Ακύλλα Καραζήση, αντί να έχει μια συνοχή στο λόγο του και να διαφαίνεται η προσήλωση στα πιστεύω του, αποδιοργανώνει το θεατή με τις σπασμωδικές κινήσεις του και τις υπερβολικές αντιδράσεις του. Τέλος, ο χαρισματικός αλλά τραγικός χαρακτήρας του Όσβαλντ Άλβινγκ, δεν καταφέρνει να συγκινήσει τους θεατές, καθώς ο Μιχάλης Σαράντης αδυνατεί να δώσει την απαιτούμενη και πολύπλευρη βαρύτητα σε αυτόν τον τόσο ευαίσθητο χαρακτήρα.

Οι «Βρικόλακες» του Ερρίκου Ίψεν, που παίζεται στο Θέατρο Τέχνης, είναι μια αποτυχημένη προσπάθεια να μετατρέψει ο σκηνοθέτης το εξαιρετικό αρχικό θεατρικό έργο που είχε στη διάθεσή του, σε μια μοντέρνα και πιο εγκεφαλική παράσταση. Αυτή η προσπάθειά του, όμως, έχει σαν αποτέλεσμα να μην εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο ένα καλό καστ ηθοποιών και να μην μεταδίδει τα μηνύματα του κειμένου στο κοινό. Έτσι, οι εξωτερικοί παράγοντες που καθορίζουν τη μοίρα των πρωταγωνιστών, η κοινωνική ασφυξία και η απαισιοδοξία του τρόπου ζωής τους δεν γίνεται αισθητή στον θεατή σε συναισθηματικό επίπεδο, και έτσι παραμένει μετέωρος μέχρι το τέλος της παράστασης.

Αλίκη Μελισσηνού

Facebooktwitterpinterestinstagram

2 comments on “«Οι βρικόλακες μας στοίχειωσαν…»

  1. Μαλβινα

    Πολύ στοχευμένη και ειλικρινής η κριτική της Αλίκης Μελισσηνου.Ειναι πολύτιμη για όποιον. δεν έχει την πολυτέλεια να πηγαίνει συχνά θέατρο και είναι υποχρεωμένος να επιλέγει τις καλές παραστάσεις.Την ευχαριστούμε πολύ.

    Reply
    1. admin Post author

      Καλησπέρα σας και ευχαριστούμε πολύ για το όμορφο σχόλιο μας. Αυτό αποτελεί και την άποψη μας καθώς και έναν καίριο σκοπό της κ. Μελισσηνού προκειμένου να μας φέρνει σε επαφή με τα καλύτερα θεάματα του θεάτρου

      Reply

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *