Και τελικά, ύστερα από την πεισματική διαπραγμάτευση του Kυρίου Johnson, εκπληρώθηκε το πολυπόθητο Brexit, ή να το θέσουμε διαφορετικά, «He got Brexit done». Ο υπόλοιπος κόσμος, εκτός από τους προέδρους Πούτιν και Τράμπ, παρακολούθησαν με έκπληξη και απογοήτευση το αποτέλεσμα αυτό και την παταγώδη αποτυχία των κομμάτων που υποστήριζαν το«δεύτερο δημοψήφισμα», μη μπορώντας να βρουν μεταξύ τους ένα κοινό τόπο. Το βέβαιο είναι πως θα αναρωτιόμαστε για αρκετό καιρό πώς ένα θέμα με τόσο κρίσιμες συνταγματικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνέπειες επιλύθηκε με το πλειοψηφικό σύστημα; Πώς ένα δημοψήφισμα περιγραφόμενο ως απλά «συμβουλευτικό» (βλ. κοινοβουλευτικό απόσπασμα 07212, 2015), το οποίο απλά «επέτρεψε στο εκλογικό σώμα να εκφράσει γνώμη» μεταμορφώθηκε τελικά σε δεσμευτικό; Ποιες αφηγήσεις λαϊκισμού κατάφεραν πραγματικά όλο αυτό το φιάσκο;
Eίναι δεδομένο ότι αυτή η εξέλιξη μας διδάσκει πολλά. Mία εξέλιξη, η οποία κάποτε κατονομάστηκε «σκληρό Brexit» μα έγινε πλέον «μαλακό» σε αντίθεση με μια απειλητική μη – συμφωνία! Αξίζει να θυμόμαστε ότι κατά τις πρώτες ημέρες της εκστρατείας του δημοψηφίσματος τα μαζικά αφηγήματα διαλαλούσαν πως στο κατώφλι ήταν το θέμα της μετανάστευσης. Αλλά γνωρίζαμε επίσης ότι ήταν η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου, όχι της Ε.Ε. να επιτρέψει την απεριόριστη μετανάστευση από τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, ήταν επιλογή του Ηνωμένου Βασιλείου να επιτρέψει στους μετανάστες της Ε.Ε. να παραμένουν πάνω από έξι μήνες χωρίς δουλειά, ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο που διεκδίκησε με επιτυχία την επέκταση της Ε.Ε. προς ανατολάς και ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο, που επέτρεψε τη συνέχιση της μετανάστευσης εκτός Ε.Ε. (και γιατί όχι;)!
Και, επιπρόσθετα, το σίγουρο είναι πως δεν ήταν οι Βρυξέλλες που επέτρεψαν να παραμεληθούν οι μεταβιομηχανικές πόλεις των Μίντλαντς και του Βορρά, να καταστρατηγείται το κοινωνικό συμφέρον και να αποσυντεθούν οι σχολικές δομές. Ήταν όμως η μπρεξιτ-ική τακτική που έπρεπε να πείσει το εκλογικό σώμα διαφορετικά, και ένα ποσοστό της τάξεως του 37% να είναι αρκετό για να ανατρέψει το συλλογικό βρετανικό ανήκειν και να πείσει πως πηγή κάθε κακού είναι κάποιος «Ευρωπαϊκός εξωτερικός παράγοντας». Στη συνέχεια, ο ισχυρισμός ότι το ζήτημα της Βόρειας Ιρλανδίας έχει διευθετηθεί αποτελεί εξίσου επικίνδυνη «προσποίηση». Η ηγεσία του Brexit εξαρχής βιαζόταν για να μην αφήσει τους ψηφοφόρους πολύ σε αυτό το μεταίχμιο, μη και αλλάξουν ρότα και εύλογα φοβόνταν ένα δεύτερο δημοψήφισμα.
Ο Μπόρις Τζόνσον χρησιμοποίησε ως βασικά κίνηρα ότι θα περιόριζε το χάσμα πλούτου του Ηνωμένου Βασιλείου μεταξύ Βορρά και Νότου και θα καθιστούσετη Βρετανία σπίτι των τεχνολογιών αιχμής, μα αλήθεια υπήρξε η Ε.Ε. ποτέ στο δρόμο τους για τα έργα αυτά; Αντιθέτως (!). Είναι κοινός τόπος πλέον πως, η άνοδος του Μπόρις Τζόνσον ήταν το αποτέλεσμα μίας μικροσκοπικής, γηράσκουσας εκλογικής περιφέρειας, η πλειοψηφία των μελών της οποίας δήλωσε στους δημοσκόπους ότι επιθυμούσαν τον Ντόναλντ Τράμπ να κυβερνήσει τη Βρετανία! Με παρόμοιο πνεύμα, ο Τζόνσον βρήκε εύφορο έδαφος να ακμάσει η λαϊκίστικη χυδαιολογία του. Ο εθνικισμός αυτής της φύσεως (ομολογουμένως) σπάνια αποτελεί σχέδιο ειρήνης. Αυτού του τύπου ο εθνικισμός δεν νοιάζεται για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, προτιμά να αφήσει τα τροπικά δάση και την αυστραλιανή χλωρίδα να καεί, αρκεί να είναι κεκλεισμένων των θυρών στο αυτοκρατορικό του φρούριο.
Ρουσσίδη Κωνσταντίνα, Πολιτικός Επιστήμων, Διεθνολόγος, BSc, MA
Κατ’αρχάς συμφωνώ στην τοποθέτηση αυτή και θέλω να εστιάσω πως μαζί με το Ην. Βασίλειο πολύ θα ήθελε και η Γερμανία να πράξει το ίδιο.Η προσπάθεια για Ενωμένη Ευρώπη ξεκίνησε το 1950 περίπου σε μια Ευρώπη μετά τον πόλεμο με πολλά ιδεώδη, νέες τάσεις, προσπάθεια για πρόοδο και Ειρήνη και σήμερα έχει καταλήξει σε ένα hot spot κρατών όπου η Αγγλία η Γερμανία εκμεταλλεύονται και απομυζούν το χρήμα, την κουλτούρα, την ποιότητα ζωής αυτών των κρατών.