Ο Ιωάννης Καποδίστριας (10/02/1776 – 27/09/1831) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 19ου αιώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων και την εγκαθίδρυση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Διετέλεσε Υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ Ρομανώφ. Παρότι ήταν από αυτούς που πίστευε ότι η ώρα του ξεσηκωμού δεν είχε έρθει ακόμη, υποστήριξε με θέρμη και αυταπάρνηση το σκοπό της επανάστασης ενάντια στη δημοφιλή για την εποχή τάση των Ευρωπαίων μοναρχών να πατάσσουν την οποιαδήποτε επαναστατική δράση σε ευρωπαϊκό έδαφος στον απόηχο της Γαλλικής επανάστασης και των Ναπολεόντειων πολέμων, όπου ένας ταπεινός λοχαγός που έμελλε να γίνει αυτοκράτωρ της Γαλλίας, εξευτέλισε τα μεγάλα βασίλεια της Ευρώπης, εξαπλώνοντας τις ιδέες της Επανάστασης και προκαλώντας τριγμούς στους θρόνους των μοναρχών. Η Ελληνική επανάσταση θεωρήθηκε απειλή για την Ιερά Συμμαχία, βασικό μέλος της οποίας ήταν και ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄. Υστέρα από τη ρήξη του με τον Τσάρο, ο Καποδίστριας εγκαταστάθηκε στη Γενεύη όπου και συνέχισε με κάθε τρόπο να στηρίζει και να καθοδηγεί την Επανάσταση, στέλνοντας χρηματική και εξοπλιστική βοήθεια στους Έλληνες, φτάνοντας στο σημείο να υποθηκεύσει την περιουσία του στην Κέρκυρα για να προμηθεύσει τον Ελληνικό λαό με προμήθειες ίσες με το φορτίο δυο μεγάλων εμπορικών πλοίων. Το 1827 η Γ’ Εθνοσυνέλευση εκλεγεί τον Καποδίστρια Κυβερνήτη του ελληνικού κράτους και στις 18 Ιανουαρίου του επομένου έτους φτάνει στο Ναύπλιο όπου και αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση ενός ρακένδυτου κράτους, διαλυμένου από τους πολέμους, την εξαθλίωση και τη διαφθορά των τοπικών αρχόντων που ουδέποτε υπήρξαν διατεθειμένοι να βάλουν το συμφέρον του κράτος πάνω από τα τοπικιστικά τους φέουδα. Ο Καποδίστριας εγκαθιδρύει την πρώτη Ελληνική Κυβέρνηση στην Αίγινα το 1828 κάνοντας τη πρώτη πρωτεύουσά της Ελλάδος μόνο για να μεταφέρει την πρωτεύουσα ξανά στο Ναύπλιο ένα χρόνο μετέπειτα. Η Αίγινα υπήρξε το μέρος όπου υπογράφτηκαν οι σημαντικότερες αποφάσεις και τα μετρά ανάκαμψης και εκμοντερνισμού της, ρημαγμένης από τους αιώνες Οθωμανικής διακυβέρνησης, Ελλάδας.
Ο Καποδίστριας αντιμετώπισε τη λερναία Ύδρα των προβλημάτων του νεοπαγούς Ελληνικού κράτους με στωικότητα και τόλμη, μεταξύ άλλων, την ανεξέλεγκτη πειρατεία που έπληττε νησιά και ακτογραμμές, ανύπαρκτους κρατικούς θεσμούς, ένα στρατό μεσαιωνικού τύπου, διαλυμένο και άτακτο. Ο Καποδίστριας γνώριζε πως για να παταχθεί η άναρχη αυτή κατάσταση και να επουλωθούν οι πληγές της επανάστασης, η μόνη λύση ήταν το μοντέλο διακυβέρνησης της Πεφωτισμένης Δεσποτείας, της οποίας ο Καποδίστριας τύγχανε υποστηρικτής και θιασώτης κατά τα χρονιά υπηρεσίας του στην Τσαρική Αυλή. Ανέστειλε το σύνταγμα, διέλυσε τη βουλή δημιουργώντας στη θέση του χαώδους αυτού θεσμικού οργάνου το Πανελλήνιον, ένα είδος κυβερνητικού συμβουλίου με τον ίδιο επικεφαλής. Χώρισε το κράτος σε διοικητικές περιφέρειες και συντέλεσε στη δημιουργία δικαστηρίων θεσπίζοντας και κώδικα πολιτικής δικονομίας. Η πάταξη της πειρατείας επιτεύχθηκε με τον Ανδρέα Μιαούλη επικεφαλής του κυβερνητικού στόλου αφού ο Καποδίστριας αποδυνάμωσε τους καραβοκυραίους, και συγκρότησε τα πλοία στο στόλο του κράτους. Προχώρησε στην αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων από άτακτα μπουλούκια σε τακτικό στρατό ευρωπαϊκού τύπου και οργάνωσης, ιδρύοντας τη σχολή Ευελπίδων. Το Ελληνικό κράτος περίμενε αγωνιωδώς τον Καποδίστρια για να απαλλαχθεί διαπαντός από το τουρκικό γρόσι σαν επίσημο νόμισμα, αφού ο Κυβερνήτης ίδρυσε το Εθνικό Νομισματοκοπείο, και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα. Αν ο Καποδίστριας κατάφερνε να δημιουργήσει και κρατική τράπεζα για τις ανάγκες του δημοσίου, ο κρατικός μηχανισμός θα ενισχύονταν καθοριστικά. Μόνιμη πηγή προβλημάτων, κοτζαμπάσηδες και οι καραβοκυραίοι. Η εκπαίδευση χάρηκε ιδιαίτερης προσοχής από τον Καποδίστρια οποίος, κατανοώντας την άμεση ανάγκη του ελληνικού πληθυσμού για μόρφωση και την ανάγκη του κράτους για μείωση του ανεξέλεγκτου αναλφαβητισμού, έκτισε 100 νέα σχολεία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ελληνικής επικράτειας κατορθώνοντας να φτάσει τον αριθμό των μαθητών στους 10.000 στα τρία μόλις χρονιά διακυβέρνησης του. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση γεωργικών σχολών, εισήγαγε τη καλλιέργεια πατάτας και στήριξε την παραγωγή μεταξιού αφού πίστευε σθεναρά ότι η πρόοδος της χωράς αλλά και η κάλυψη των αναγκών σίτισης της στηριζόταν στη γεωργία. Οι μεταρρυθμίσεις και η μεθοδική, κοπιώδης και φανατική αφοσίωση του Κυβερνήτη στο να μετατρέψει την Ελλάδα σε ένα σύγχρονο κράτος στα ευρωπαϊκά πρότυπα ήταν καθοριστικές για το μέλλον του ταλαιπωρημένου αυτού λαού. Ο τολμηρός και αφοσιωμένος εκσυγχρονιστής που πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή την αφοσίωση του στο καθήκον δε δίστασε να αντιμετωπίσει και να χτυπήσει την καρδιά του χάους, της διαφθοράς και της παρακμής, τον παραδοσιακό άξονα ισχύος της Ελλάδας, τους κοτζαμπάσηδες, τους καραβοκυραίους και τα συμφέροντα τους και για αυτό τον λόγο χαρακτηρίστηκε πλειστάκις ως ξένος δάκτυλος, ελιτιστής απολυταρχικός και δυνάστης.
Πράγματι, ο Καποδίστριας είχε συγκεντρώσει σχεδόν όλες τις εξουσίες στα χεριά του, γνωρίζοντας τη φύση των ισχυρών «φεουδαρχών» και την ακόρεστη δίψα τους για προσωπική ισχύ, μέσω της εκπροσώπησης των μεγάλων δυνάμεων σε ένα βίαιο στρόβιλο πελατειακών σχέσεων και διαφθοράς με κατάλοιπα της Οθωμανοκρατίας, εκβιασμού και προσωπικών συμφερόντων, τα διπλωματικά παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων που προωθούσαν αναίσχυντα τον βαρύ εξωτερικό δανεισμό για να τεθούν τα θεμέλιά της υποτέλειας από νωρίς, και την αναγκαιότητα μια χωράς που ελευθερώθηκε με πολύ αίμα και καταστροφή για σταθερότητα και εκσυγχρονισμό. Σας θυμίζει κάτι; Ναι ακριβώς, οι προβλέψεις του Καποδίστρια φαντάζουν πιο πρόσφατες από ποτέ. Αυτός λοιπόν, ήταν ο λόγος που όπλισε το χέρι των Μαυρομιχαλαίων την 27η Σεπτέμβριου 1831. Η αρρωστημένη αυτή νοοτροπία που ουδέποτε εγκατέλειψε την Ελλάδα, ο τοπικισμός και τα μπακαλίστικα μικροσυμφέροντα έμελλε να γίνουν η κύρια πηγή εναντίωσης του διορατικότατου Κυβερνήτη. Δεν δέχτηκε ποτέ το επιμίσθιο του σαν Κυβερνήτης διότι πίστευε ότι οι ανάγκες της χωράς ήταν πάνω από τις προσωπικές του ανάγκες και ουδέποτε συμφώνησε με τον Τσάρο για την αποζημίωση του, πράγμα που θα έδινε πάτημα στην αντιπολίτευση να τον κατηγορήσουν για χρηματισμό και μεροληψία. Δεν έμεινε ποτέ ικανοποιημένος με τα σύνορα που θέσπισαν οι μεγάλες δυνάμεις και υστέρα από την οργάνωση τακτικού στρατού το 1828, συνέχισε τον πόλεμο με τους Οθωμανούς. Η τελευταία μάχη της Επανάστασης στην Πετρά Βοιωτίας το Σεπτέμβριο του 1829 κερδήθηκε από τον οργανωμένο τακτικό στρατό των Ελλήνων υπό το Δημήτριο Υψηλάντη αναγκάζοντας τους Οθωμανούς να συνθηκολογήσουν, παραδίδοντας ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα στον Καποδίστρια.
Ράπτης Γεώργιος Α., Ιστορικός